- ὀρθοπόδης
- ὀρθο-πόδης, ου,A = ὀρθόπους 1,
ἐλέφας Nonn.D.26.335
,28.72.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐλέφας Nonn.D.26.335
,28.72.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορθοπόδης — ὀρθοπόδης, ὁ (Α) ὀρθόπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. βλαισο πόδης] … Dictionary of Greek
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek